Ανθρώπινες ιστορίες

 

Ο Τζιβάνι και ο Σπύρος
Διαβάστε στο Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Γ & Δ Δημοτικού, την ιστορία του Τζιβάνι και του Σπύρου στις σελίδες 104-109 από το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου «Η κόλαση των παιδιών». Παρατίθεται η εισαγωγή του κειμένου από το σχολικό βιβλίο:

 

Ιταλογερμανική κατοχή στην Αθήνα. Πείνα και δυστυχία. Ο μικρός Σπύρος τη μέρα ζητιανεύει και το βράδυ μαζί με άλλα παιδιά κοιμάται σε μια σπηλιά. Οι Γερμανοί έχουν συλλάβει τον πατέρα του και αγωνίζεται ολομόναχος να επιβιώσει. Στη σπηλιά θα γνωρίσει απρόσμενα έναν Ιταλό στρατιώτη και θα γίνουν φίλοι. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο Η κόλαση των παιδιών.

 

Ο Μενέλαος πολέμησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και βοήθησε τον Ιταλό Τζιάννι μεταφέροντάς τον στο χειρουργείο. Ο Τζιάννι δεν ξέχασε ποτέ το καλό που του έκανε ο Μενέλαος.

 

Ο Μενέλαος και ο Τζιάννι
Να μη φοβόμαστε, είπε ο Μενέλαος. Ήξερε εκεί κάποιον Ιταλό στρατιώτη, έναν Τζιάννι. Τον είχε κουβαλήσει στην πλάτη, τότε, στην Αλβανία –μας το είχε πει κάποτε, δεν το θυμόσασταν; Πληγωμένος βρέθηκε ο Ιταλός από μια μάχη. Τον έπιασαν οι δικοί μας αιχμάλωτο κι ο Μενέλαος τον μετέφερε στο πιο κοντινό χειρουργείο. «Κουράγιο, βρε μακαρονά, κουράγιο!». Του δρόσιζε πού και πού το μέτωπο με το παγούρι στο δρόμο. «Σι, σι, κοράτζο, κοράτζο*» ψέλιζε εκείνος.
Τον είδε κάμποσες φορές ακόμα ο Μενέλαος τον Ιταλό. «Γκράτσιε, αμίκο**» και «γκράτζιε, αμίκο» να του λέει ο Τζιάννι, κάθε φορά που του έδινε εκείνος κανένας τσιγάρο. Λίγο ακόμα και θα γίνονταν πραγματικοί φίλοι. Ώσπου ένα πρωί τον «αμικο» τον πήραν για κάτω, με τους άλλους αιχμαλώτους.
Δες, όμως, που βουνό με βουνό δε σμίγει μονάχα. Τον ξαναβρήκε ο Μενέλαος τυχαία κοντά στην Ομόνοια, με στολή και φτερό στο καπέλο. Όταν πια είχαν μπει οι Γερμανοί στην Αθήνα και είχαν απολυθεί οι αιχμάλωτοι. Αν δεν ήταν με τη στολή του ο Τζιάννι, σίγουρα θα τον αγκάλιαζε το Μενέλαο, θα τον φιλούσε. Πρώτος εκείνος τον γνώρισε, άλλωστε.
-Ε, αμίκο! Εγώ Τζιάννι, θυμάσαι; Tu hai salvato la mia vita***!

 

* Ναι, ναι, κουράγιο, κουράγιο.
**Ευχαριστώ φίλε μου.
*** Μου έσωσες τη ζωή!

 

Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Λότη (2014). Τραγούδι για τρεις.
Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 93-94.

 

Δύο παιδιά που παίζουν στην ίδια μπάντα. Ο ένας Έλληνας και ο άλλος Ιταλός. Και οι δύο μισούν τον πόλεμο. Γίνονται φίλοι και Στρατιώτες της Ειρήνης. Ο Τσόκο επισκέπτεται συχνά το σπίτι του Νίνο. Με προτροπή της αδερφής του Ανθής –η οποία συμμετέχει σε αντιστασιακή οργάνωση, αποφασίζει να κλέψει έναν χάρτη με τα όπλα που υπάρχουν στην Ελλάδα από το γραφείο του πατέρα του Νίνο, αρχηγού των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Νίνο, όχι μόνο δεν τον εμποδίζει αλλά τον διευκολύνει στο σχέδιό του.

 

Ο Τσόκο Μπλοκ και ο Νίκο Φρατζιόλο
Ο Νίνο αποτελούσε διαρκώς μια έκπληξη για μένα, καθώς συμφωνούσε απολύτως με όσα του έλεγα. Και πώς να μη συμφωνεί; Δεν καταλάβαινε, όπως κι εγώ, για ποιο λόγο έκαναν τους πολέμους οι μεγάλοι; Γιατί έπρεπε τις νύχτες να μην αφήνουμε το φως να βγαίνει απ' τα σπίτια μας και γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι στο δρόμο απ' την πείνα. Πώς να μην συμφωνεί ο Νίνο, αφού κι οι δυο ανήκαμε στους Στρατιώτες της Ειρήνης.
Αγκαλιαστήκαμε και πάνω στο αγκάλιασμα ο Νίνο μου είπε:
«Έκανες μεγάλο καλό και στην πατρίδα σου και σ' εμένα. Είσαι δύο φορές ήρωας, Τσόκο».
«Εγώ;» αναρωτήθηκα και η καρδιά μου άρχισε πάλι τις κωλοτούμπες.
«Εσύ, Τσόκο. Λες να μην κατάλαβα ότι εσύ φωτογράφισες το χάρτη και πήρες το φιλμ; Το πρωί της ίδιας μέρας είχα βάλει φιλμ στη μηχανή. Δουλεύει και αυτόματα ξέρεις. Αρκεί να την προγραμματίσεις και να ποζάρεις απέναντί της. Και επειδή έπληττα θανάσιμα κλεισμένος στο σπίτι, πόζαρα καμιά φορά, έτσι για πλάκα. Αν ρωτήσεις αυτούς που εμφάνισαν το φιλμ, θα δεις ότι υπάρχει μια φωτογραφία μου μέσα. Σ' ευχαριστώ φίλε».
«Γιατί μ' ευχαριστείς;» ρώτησα κοψοχολιασμένος, αφού ο Νίνο με είχε μπερδέψει λίγο.
«Γιατί σ' εσένα το χρωστάω που επιστρέφω στη γιαγιά και στον παππού μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. το λατρεύω το αγρόκτημα*, Τσόκο».
«Κι αν πάλι εξαιτίας μου εκτελούσαν τον πατέρα σου;» ρώτησα γεμάτος αγωνία.
Ο Νίνο μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
«Μην ανησυχείς, Τσόκο. Ο πατέρας έχει τον τρόπο να την γλιτώνει πάντα».
Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Δεν φοβόμουν πια το βλέμμα του. Ο Νίνο γνώριζε όσα ήθελα να κρύψω.
«Μην προδώσεις το μυστικό μας», τον ικέτεψα. «Θα χαθούν πολλοί άνθρωποι. Μαζί κι εγώ, Νίνο».
Φάνηκε να θίχτηκε, αλλά κατανόησε το φόβο μου.
«Ένας Στρατιώτης της Ειρήνης δε γίνεται ποτέ προδότης», είπε και πήρε όρκο τιμής.
Έπειτα άρχισε να βγάζει από τις μέσα τσέπες του πανωφοριού τις σοκολάτες του. Τις αράδιασε πάνω στο περβάζι λέγοντας:
«Σου αφήνω τις αγαπημένες μου σοκολάτες. Εκεί που πάω, θα έχω όσες και όποτε θέλω, Τσόκο. Θα με θυμάσαι; Εγώ, μόλις πάω εκεί, θα σου γράψω. Ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει σ' εσένα».

 

*Μετά την κλοπή του χάρτη από τον Τσόκο Μπλοκ ο Ιταλός Στρατιωτικός και πατέρας του Νίνο κλήθηκε πίσω στην Ιταλία για να δικαστεί. Ο Νίνο επρόκειτο να πάει να ζήσει στο αγρόκτημα του παππού και της γιαγιάς του.

Πριοβόλου, Ελένη (2010). Τσόκο Μπλοκ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 98-99

 

«Πιο σιγκά το ραδιόφωνο»
Στο ντοκιμαντέρ Η Ελλάδα του Χίτλερ (Γ΄): Η πικρή απελευθέρωση, παρακολουθούμε ιστορίες «καλών Γερμανών». Ένας Αυστριακός Αξιωματικός μπαίνει σε ένα σπίτι στην Πάτρα για να παίξει για λίγο πιάνο. Μετά από λίγο ακούει στον επάνω όροφο το σήμα της παράνομης ραδιοφωνικής εκπομπής του BBC που την άκουγαν μέλη του ΕΑΜ και λέει: «Πιο σιγκά το ραδιόφωνο». Σε άλλες περιπτώσεις Γερμανός μοιράζει κουραμάνες σε Έλληνες και κάποιος άλλος πολεμά μαζί με τους Έλληνες αντάρτες.

Η Ελλάδα του Χίτλερ (Γ΄): Η πικρή απελευθέρωση, http://tvxs.gr: δείτε στα λεπτά 13:17-16:58

 

Στο άρθρο του Πάνου Σαββόπουλου για τα ρεμπέτικα της Κατοχής διαβάζουμε για το ρεμπέτικο Μουσολίνι άλλαξε γνώμη, που δείχνει ότι είναι κατανοητό ότι οι αποφάσεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ενός λαού, εν προκειμένω του ιταλικού, δεν συνάδουν και με τη βούληση των απλών πολιτών.

 

Μουσολίνι άλλαξε γνώμη
Σε μερικές περιπτώσεις, κάποια τέτοια ρεμπέτικα, λένε εντυπωσιακά πράγματα, όπως για παράδειγμα τοΜουσολίνι άλλαξε γνώμη(Μάρκου Βαμβακάρη - Γ. Φωτίδα, 1940), στα στιχάκια τού οποίου γίνεται σαφέστατος διαχωρισμός της φασιστικής ηγεσίας της Ιταλίας από το λαό της, ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα. Συγκεκριμένα ακούμε:
«...Την ετάραξες (σ.σ. την Ιταλία) στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη, μοναχά η δική σου τσέπη είναι παραφουσκωμένη.
Τα καημένα τα παιδιά της δεν τολμούν να πουν κουβέντα,
τούς εράψατε το στόμα συ ο Τζιάνος και η Έλντα».

Οι ρεμπέτες «παρόντες» στο έπος του '40, αλλά και στην κατοχή
Πάνος Σαββόπουλος, www.24grammata.com

 

Το συσσίτιο έφερε τους Έλληνες πιο κοντά και εξίσωσε τις κοινωνικές διακρίσεις.

 

«Ας είναι καλά οι Γερμανοί»
Εκεί πια συναντιόντουσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι η γυναίκα το του τσιμεντά, κι η μάνα του γιατρού, κι ο δικηγόρος, κι οι μαθητές μαζί με τους δάσκαλους. Με τις κατσαρολίτσες τους, τα δίχτυα τους, την υπομονή τους. Βλέπεις, οι φασίστες κάνανε κι αυτό το καλό χωρίς να το θέλουν: Ενώσανε τον κόσμο. Εδώ, στο συσσίτιο, δεν είχε: «Εγώ, κύριέ μου, είμαι γιατρός!» Ή: «Εγώ, κυρία μου, είμαι καθηγητής!» Και δεν στραβοκοίταγε κανένας τους εργάτες ή κάποιον από τη φαμίλια τους.
Πεινάγανε όλοι το ίδιο: Για ψωμί και για λευτεριά. Όλοι με την ίδια αγωνία κοιμόντουσαν, με την ίδια λαχτάρα ξυπνούσαν.
«Ας είναι καλά οι Γερμανοί, οι φασίστες, οι καημένοι!», έκανε τάχα μου η κυρά-Λένη πως σταυροκοπιότανε και όλοι γελούσαν. «Ας τους έχει ο Θεός καλά, που μας ενώσανε!»

Ραβανής-Ρέντης, Δημήτρης (2012). Τα παιδιά της Αθήνας. Μυθιστόρημα από την Αντίσταση.
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 39.

 

Στερίνα Ταμπώχ ή Μαρίκα Γρηγοριάδου. Δύο ονόματα, δύο οικογένειες για τη μικρή τότε Εβραιοπούλα από τη Θεσσαλονίκη. Διαβάστε την ιστορία της για το πώς σώθηκε από οικογένεια Ποντίων της Βέροιας

Η συγκλονιστική ιστορία μιας Εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη που σώθηκε από οικογένεια Ποντίων της Βέροιας

Πηγή: VETONEWS

 

Διαβάστε ακόμη:

Μ. Ιωαννίδης: Οι συνεταιρισμοί αλληλεγγύης έσωσαν την Ελλάδα στην Κατοχή.

Πηγή: http://tvxs.gr

Ο Γερμανός πιλότος που σώθηκε χάρη στις φροντίδες μιας οικογένειας Ελλήνων. Τους χάρισε τη στολή, το κράνος και το ξιφίδιό του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης...

Πηγή: www.mixanitouxronou.gr

Λίτσας Δουδούμη, Για την οργάνωση της αλληλεγγύης στα χρόνια της Κατοχής.
Πηγή: Αλληλεγγύη για όλους

 

DMC Firewall is developed by Dean Marshall Consultancy Ltd