Τα παιδιά

 

Παιδιά που υποφέρουν
Δυστυχώς στη διάρκεια του πολέμου πολλά παιδιά πέθαναν με τραγικό τρόπο λόγω της πείνας. Οι ιστορίες των παιδιών που υπέφεραν στο βιβλίο της Λιλίκας Νάκου Η κόλαση των παιδιών συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και κινητοποίησαν δίκτυα αλληλεγγύης.

 

Ελενίτσα
Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνον τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα το σαρανταδύο.
Ήταν παγωμένη κ' είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα. Ήταν τόση δα! Ένα λεπτοφυές, γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό, που η πείνα, η κακουχία, το κρύο, δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του. [...]
«Τι θέλεις μικρό μου;» την ξαναρώτησε η Προϊσταμένη. «Πες τι θέλεις. Μη φοβάσαι! Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το 'χεις».
Α, τι κουβέντα τολμηρή για την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη. Και πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή...
«Πες μου...»
Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός, είπε δειλά:
«Θέλω... Θέλω πατατίτσες τηγανιτές!...» Και το προσωπάκι της πήρε μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!»
ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία Προϊσταμένη.
Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε και αυτή, σα να θυμήθηκε έξαφνα πώς, πράγματι, στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές... «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και απορία. «Που να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που στεκόμαστε μάρτυρες βουβοί σ' αυτήν όλη την σκηνή... [...]
Κατά το βραδάκι πέρασε ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα. Έμοιαζε ξαφνικά γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Και ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία νάχει γεράσει πολύ. Όλον το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους, να πεθαίνουνε –τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.
«Λοιπόν η Ελενίτσα μας;» τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.
Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία...», είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγανακτισμένο, πρόσθεσε: «Τι! Με το φασουλόζουμο θα γιατρευτεί; Ό,τι κάνει η φύσις». Και, μουτρωμένος που δε μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.
Έτσι πέρασε όλο κείνο το βράδυ και το άλλο το πρωί.
Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατ' ευθείαν κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.
Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει, κι όταν ακόμα παραμιλούσε έλεγε: «Θέλω πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.
Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός και ύστερα, με το χέρι του, χαϊδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας είπε, κοιτάζοντας μας θλιμμένος:
«Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί...»
«Α!» έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. «Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα;» και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες, που καθόμαστε και την κοιτάζαμε: «Γλήγορα να μας βρείτε μια-δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!». [....]
Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σ' ένα πιάτο, όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους κοιτάζανε!...
Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!» Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικιές σου! Σου τις φέραμε... Ελενίτσα!»
Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά - «αχ!» - το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από το πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.
«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.
Λιγοθύμησε η Ελενίτσα!...
Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που ήμασταν εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά-σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα να τις βάλει η Ελενίτσα.
Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει: «Α, άνθρωποι τρελλοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμως αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαί;»

Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη, για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.

Νάκου, Λιλίκα (2011). Η κόλαση των παιδιών. Αθήνα: ΕΣΤΙΑ, 25, 30, 33-34, 36-37.

 

Σε άλλες περιπτώσεις διαβάζουμε ιστορίες μικρών παιδιών που αντιστέκονται στις αποφάσεις των μεγάλων προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια τροφή. Στο βιβλίο της Ελένης Πριοβόλου Τσόκο Μπλοκ, ο μικρός Πετράκης αρνείται να θυσιαστεί ο σκύλος του ο Όσκαρ. Έτσι, ο πατέρας του ο κύριος Λαυρέντης και η αδερφή του η Πώλα τον βρίσκουν στον δρόμο πεθαμένο.

 

Ο κύριος Λαυρέντης έχασε το ένα του πόδι από κρυοπαγήματα στις βουνοκορφές της Πίνδου. Πολέμησε για να μην περάσουν οι Ιταλοί στην Ελλάδα.
«Είναι ένα ήρωας που τώρα πεινάει, όπως κι όλη η οικογένειά του», μας εξήγησε ο πατέρας.
Η Πώλα ήρθε και αυτή μαζί μας κλαίγοντας. Τα δικά της δάκρυα δεν κατάφερε να τα κάνει σταλακτίτες η παγωνιά. Γονάτισαν και οι δυο κοντά στον Πετράκη και τον Όσκαρ και έκλαιγαν καθώς τους ξέθαβαν από το χιόνι.
«Παρακάλεσα το γιο μου να κάνουμε τον Όσκαρ παϊδάκια. Ίσως τότε να γλίτωνε το σκορβούτο και την πελάγρα. Όμως ο Πετράκης τάιζε το σκύλο του κι έμενε αυτός νηστικός. Του έδινε τη νερόσουπα του συσσιτίου. Στο τέλος χάθηκαν και οι δυο».

Πριοβόλου, Ελένη (2010). Τσόκο Μπλοκ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 10

 

 

Παιδιά που σαλτάρουν!
Οι σαλταδόροι ήταν μικρά παιδιά και έφηβοι που προκαλούσαν ζημιές στους Γερμανούς. Με οργανωμένο σχέδιο πάντα, πηδούσαν στα αμάξια των Γερμανών και έκλεβαν μπιτόνια με βενζίνες, λάστιχα, τρόφιμα και όπλα. Ο σαλταδόρος Ξενοφών Φιλέρης διηγείται:

 

Σιγά σιγά, κι όπως περνούσε ο καιρός, ο Σταύρος ο Γλύκατζης με στρίμωξε μια μέρα σε μια γωνιά και μου είπε: «Αν κονομήσεις καμιά κονσέρβα, φερ' την μου για να την αγοράσω». Πράγματι, μετά από μερικές μέρες κονόμησα δυο κονσέρβες φουαγκρά και τις πήγα στο σπίτι του, εκεί στην οδό Κολοκοτρώνη, λίγο πιο πάνω από τον κινηματογράφο «Μον Σινέ», αριστερά, στον Βύρωνα. Δεν θυμάμαι πόσα μου έδωσε, θυμάμαι όμως που μου είπε εμπιστευτικά: «Αν αρπάξεις και κανένα όπλο, σε μένα να το φέρεις, χωρίς να πεις τίποτα σε κανένα άλλο....».
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η... επιθυμία του έγινε πραγματικότητα! Ένα σούρουπο, ο Μενέλαος κι εγώ, κλέψαμε έξω από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» ένα όπλο. Και τι όπλο! Ένα αυτόματο μαρσίπ. Το βάλαμε στον ντορβά και βουρ, με μεγάλο κίνδυνο, φτάσαμε στον Βύρωνα. Το όπλο το πήρα εγώ στο σπίτι μου. Νά 'χεις όπλο σπίτι σου το '43 δεν ήταν παίξε γέλασε... Το τί έγινε με τη μάνα μου, την κυρά-Σοφία, που την πήγαινα από λαχτάρα σε λαχτάρα, δεν περιγράφεται. Αυτή η μητέρα πρέπει να είχε βογκήξει από μένα. Σκέτο... φρούτο ήμουν ο μπαγάσας!
Παρά την γκρίνια της κυρά-Σοφίας όμως, που έτρεμε από τον φόβο της –αχ, ρε μάνα! – το κράτησα το όπλο εκείνο το βράδυ και, μόλις ξημέρωσε, το έδωσα στον Σταύρο Γλύκατζη, χωρίς να πάρω δεκάρα. Δυο μόνο λόγια μου είπε: «Το όπλο αυτό θα το δώσω στο πρωτοπαλίκαρο του Βύρωνα», χωρίς να αναφέρει όνομα.
Αργότερα έμαθα από τον Μιχάλη Κατιρτζόγλου ότι το 'χε χαρίσει στον Βαγγέλη Μαρτάκη, το διαμάντι της συνοικίας μας. Εγώ, στην ηλικία που ήμουν τότε, δεν είχα συνείδηση τί πάει να πει αριστερός και τί αγώνας... Το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι πρέπει να πολεμάμε τους κατακτητές. Όλα τ' άλλα τ' αγνοούσα. Παιδί ήμουν άλλωστε, τι να καταλάβω; Σήμερα όμως, στα 76 μου χρόνια, το άρωμα και την ομορφιά της Αντίστασης δεν τ' αλλάζω μ' όλο το χρυσάφι του κόσμου. Και είμαι περήφανος για τη δική μου μικρή συμμετοχή σ' αυτόν τον ωραίο αγώνα.

Φιλέρης, Ξενοφών (2005). Οι σαλταδόροι του Βύρωνα. Μαρτυρίες.
Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 92-93.

 

 

Ο φόβος κάνει πόδια
Ο Νίκος κοντοστάθηκε και κάρφωσε τη ματιά του λιμασμένη στο σταματημένο γερμανικό φορτηγό. Κοίταξε τις κουραμάνες, που το γέμιζαν ως επάνω κι ένιωθε να του 'ρχεται ζαλάδα, θεονήστικος καθώς ήταν από χτες το μεσημέρι. [...]
Ο Νίκος δεν δίστασε. Το αίσθημα της πείνας, δυνατό και ανίκητο, παραμέριζε κάθε άλλη σκέψη. Πλησίασε το αμάξι απ' την αντίθετη πλευρά, σκαρφάλωσε με ευκινησία γάτας. Άρπαξε δυο κουραμάνες, τις έχωσε κάτω από το σακάκι του μακαρίτη του πατέρα του, που τώρα εκείνος το χρησιμοποιούσε για παλτό, πήδησε κάτω και το 'βαλε στα πόδια.
Ως ότου ο γερμανός φρουρός αντιληφθεί τι είχε γίνει, ο Νίκος είχε κιόλας ξεμακρύνει πάνω από είκοσι μέτρα. Ένα κάθετο δρομάκι ανοιγόταν μπροστά του και ο μικρός αδίστακτα έστριψε από κει, ενώ πίσω του αντηχούσαν οι αγριοφωνάρες του φρουρού.
«Ο φόβος κάνει πόδια» λέει μια παροιμία: Κι ο Νίκος την στιγμή εκείνη παρ' όλη την αδυναμία του θα μπορούσε να παραβγεί με αθλητή ταχύτητος.
Όταν ο γερμανός είδε πως δεν το προλάβαινε, πυροβόλησε. Μα αυτό δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να φτερώσει τα πόδια του μικρού...

Σφαέλλου, Καλλιόπη (1979). Μικροί Αγωνιστές. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 61-62

 

Ό,τι μπορούσαν έκαναν οι σαλταδόροι τότε για να κάνουν τη ζωή των Γερμανών δύσκολη. Μερικές φορές οι «δολιοφθορές» που προκαλούσαν ξεπερνούσε κάθε φαντασία!

 

Τα ζωύφια
Στα χρόνια της ψείρας και της φαγούρας κολλούσαν ψείρες ακόμα και οι Γερμανοί! Το έργο αυτό το είχαμε αναλάβει εμείς οι σαλταδόροι! Μ' άλλα λόγια, ξεριζώναμε μια θρεμμένη «πεντόκα» από τη μασχάλη μας κι όπου βλέπαμε Γερμανό τον διπλαρώναμε και του τη ρίχναμε, όπως έκανε κι ο εκδικητής Ζορό με το λάσο του!
Αυτή την πλάκα την είχαμε ψωμοτύρι. Δεν αφήσαμε Γερμανό και Ιταλό σε ησυχία, τους είχαμε αλλάξει τα φώτα. Βέβαια, αυτοί οι «κύριοι» διαθέτανε σαπούνι και ψειρόσκονη κι ήταν εύκολο ν' απαλλαγούν απ' αυτά τα ζωύφια.

Φιλέρης , Ξενοφών (2005). Οι σαλταδόροι του Βύρωνα. Μαρτυρίες.
Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 53.

Η Κλειώ μπορεί να μην ανήκε σε ομάδα σαλταδόρων, αλλά είχε την ίδια τόλμη με αυτούς:

 

Η Κλειώ πειρατής
8 Ιουνίου 1941
Να το κι έφτασε! Ζωηρό και αδάμαστο, πονηρό και ακάθαρτο και πιο ατίθασο από πριν, κατέφτασε το διαβολάκι μας. Δεν το 'πα γω, κάτι θα σκαρώσει αυτό το ζούδι για να σπάσει τον αποκλεισμό, αλλά πως θα γινόταν και πειρατής με το καΐκι-φάντασμα... αυτό... πού να το φανταστώ. Φανταστείτε, μας είπε, ένα καΐκι με τα φώτα σβηστά, ο καπετάνιος στα κατάμαυρα, οι επιβάτες ριγμένοι στα σακιά με τα λαθραία και πάνου κουρελούδες, να γλιστράει τη νύχτα κάτου απ' τη μύτη των Γερμανών.
-Θεούλη μου... κι αν σας πιάνανε; Ρώτησε αφελώς η Φιλίτσα.
-Κρ... Κρ... Κρ... μας κάνει και μας έκοψε τα ήπατα. Τώρα μας δουλεύεις; Πήγα να πω, μα το βούλωσα, όχι, δεν είν' αυτή από 'κείνους που τα φουσκώνουν. Μια και κλείστηκε μόνη απέκει, τι να 'κανε; Οι δικοί της ζουν στην Αθήνα, η Κλειώ μένει εδώ, κοντά στη γιαγιά της, έπρεπε να γυρίσει να φέρει και λάδι, κι έτσι πήδησε στο καΐκι-φάντασμα.«Καλά βρε θηρίο», τη ρώτησα, «δεν φοβήθηκες;». «Μωρέ κατουρήθηκα» μου λέει, «αλλά με στέγνωσε εκείνος ο αέρας που φυσάει από τον Παρνασσό».
-Τι... αέρας; απορήσαμε κι οι τρεις.
-Ε... άλλος αέρας, ρουμελιώτικος, μας μπήκε ως συνήθως, όχι σαν εσάς εδώ, τους καμπίσιους, τους λαπάδες.

Μανωλάκου, Μαρία (1985). Από το ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής.
Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 45-46

 

Παιδιά που αντιστέκονται
«Σε κάθε, σχεδόν, πόλη και χωριό, στις γειτονιές, στα σχολεία και ιδιαίτερα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Αθήνας, άτυπες ομάδες, παρέες, βαφτίζονταν «εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις» (Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η αντίσταση των νέων στην Κατοχή). Μικρά παιδιά και έφηβοι συσπειρώνονται, οργανώνονται και δρουν με το θάρρος ενός ενήλικα και ταυτοχρόνως τον φόβο του παιδιού για έναν και μοναδικό σκοπό: την ελευθερία και την Αντίσταση στον εχθρό.

Μια παρέα Αετόπουλων στη συνοικία Άτλας Θυμαρακίων, οργανώνουν τις επιχειρήσεις της εβδομάδας υπό την καθοδήγηση μεγαλύτερων παιδιών που ανήκουν στην ΕΠΟΝ. Στις επιχειρήσεις περιλαμβάνονται: μεταφορές μηνυμάτων σε αγωνιστές και συνθήματα στους τοίχους για τη λευτεριά. Στο παρακάτω απόσπασμα διακρίνεται η δημιουργικότητα των παιδιών στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν μηνύματα στον κόσμο και να τονώσουν το ηθικό του.

 

Ένα λεπτό λιγότερης σκλαβιάς!
Το ίδιο βράδυ, έτσι για να τιμήσουμε τα νέα μέλη, θα βγαίνανε στους δρόμους να ζωγραφίσουνε τα νέα ρολόγια: «Ένα λεπτό λιγότερο σκλαβιάς!»
-Καλά με τα ρολόγια, είπε ο Βάγγος.
-Εγώ σκέφτηκα κάτι άλλο και, αν μπορούσαμε να πετύχουμε, θα ΄ταν ωραία.
-Τι σκέφτηκες; ενδιαφέρθηκε η Ρηνούλα (Α, ναι! Πρέπει να λέμε τώρα ποια από τις δύο, για να μην τα μπερδεύουμε. Η Ρηνούλα η Μαύρη).
-Να βάλουμε μια φωτεινή επιγραφή.
-Φωτεινή επιγραφή;
Τα παιδιά είχαν δει κανά δυο τέτοια φωτεινά συνθήματα, τοποθετημένα από τους ΕΠΟΝίτες.
-Θα ΄ναι δύσκολο... μουρμούρισε ο Φωτάκης.
-Γιατί δύσκολο; Δεν είναι καθόλου δύσκολο! Αν έχουμε γλομπάκια και μπαταρίες, γίνεται.
-Ναι, αλλά χαρτόνι πού θα βρούμε;
-Ένα παλιό κουτί.
-Από τσιγάρα! γέλασε ο Λευτέρης.
-Όχι, κάτι μεγαλύτερο, πρόστεσε ο Βάγγος χωρίς να θυμώσει με τ' αστείο του Λευτέρη.
-Να, υπάρχουν κάτι μεγάλα κουτιά του Ερυθρού Σταυρού που φέρνουνε τα τρόφιμα για το συσσίτιο.
-Έχει δίκιο! φώναξε ο Μιχάλης.
-Είναι μεγάλες κούτες που μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε.
-Και πώς θα κάνουμε να φαίνονται φωτεινά τα γράμματα; ζήτησε να μάθει η Ρηνούλα η Ξανθιά.
-Θα κόψουμε τα γράμματα και θα βάλουμε από πίσω γλομπάκια!
Ήταν μια κούτα περίπου μισό μέτρο. Τι να πρωτογράψεις σ' αυτήν και να 'ναι και μεγάλα τα γράμματα για να φαίνονται; Τι άλλο; Τρία γράμματα! Τα τρία γράμματα που, όπως λέει και το τραγούδι, «φωτίζουν τη γενιά μας».
Τα χάραξε ο Γιώργος, τα 'κοψε ο Λευτέρης, έτσι που δημιούργησαν ένα «άνοιγμα» στην επιφάνεια της κούτας. Έβαλαν μέσα τα γλομπάκια συνδεδεμένα με δύο μπαταρίες για να φέγγουν περισσότερο και να κρατήσει και πιο πολλή ώρα. Κλείσαν καλά τα παράθυρα να μην μπαίνει φως και τ' άναψαν για να κάνουν δοκιμή. Φωτισμένα από μέσα, τα τρία «κούφια» γράμματα λάμψανε: ΕΑΜ!
-Να βάλουμε και μια χρωματιστή ζελατίνα! χτύπησε χαρούμενη τα χέρια της η Ρηνούλα η Μαύρω –συγγνώμη η Μαύρη.
Βρήκαν μια ζελατίνα που ο Γιώργος της πέρασε από πάνω ένα απαλό πράσινο χρώμα.
Αποφάσισαν να την βάλουν σε μια από τις «πολεμίστρες» του Φάρου, του κτηρίου που δέσποζε στην οδό Θήρας και Αχαρνών.
-Θα την δούνε και θα την πετάξουν αμέσως, αναστέναξε ο Φωτάκης.
Και δεν είχε άδικο. Πόσο θα την άφηναν; Μια ώρα, δύο;
-Να 'χαμε να βάζαμε μια νάρκη! πήγε να σκάσει ο Μιχάλης.
-Σιγά τώρα! Θα βάλουμε και νάρκη! Να πάει κανείς αθώος και... δεν αποτελείωσε τη φράση του ο Λευτέρης, αλλά ήταν φανερό τι ήθελε να πει.
-Σταθείτε, σταθείτε! Έχω μια ιδέα! φώναξε η Ρηνούλα.
Και πραγματικά ήταν μια πολύ ωραία ιδέα. Πρότεινε να βάλουν ένα χαρτί που να λέει «Προσοχή! Νάρκες!» κι ας μην είχαν τίποτα.
Σιγά-σιγά το σχέδιο της Ρηνούλας πλουτίστηκε. Αποφάσισαν να βάλουν τρία άδεια κονσερβοκούτια δεμένα μεταξύ τους με ένα σύρμα, έτσι που να φαίνεται πως η φωτεινή επιγραφή είναι «υπονομευμένη». Ποιος θα πλησίαζε αν έβλεπε τα κονσερβοκούτια; Το σχέδιο ολοκληρώθηκε και με μια άλλη πρόταση του Φωτάξη: Να βάλουν κι ένα χαρτόνι που να γράφει: «Προσοχή! Νάρκες! Πατριώτες, μην τ' αγγίξετε! Φασίστες, παρακαλούμε πιάστε το σύρμα... να τιναχτείτε στον αέρα!»
Έτσι κι έγινε. Τρύπωσε το σούρουπο ο Λευτέρης στο Φάρο και τοποθέτησε τη φωτεινή επιγραφή σε μια απ' τις πολεμίστρες.
Έλαμψε ο τόπος! Το σύνθημα φαινότανε από μακριά, απ' όλες τις μεριές!
Το 'βλεπε ο κόσμος και θαύμαζε.
Ήρθαν γρήγορα-γρήγορα κάτι αστυφύλακες και ένας απ' αυτούς ανέβηκε στην ταράτσα του Φάρου να πετάξει το φωτεινό σύνθημα. Κατέβηκε όμως το ίδιο γρήγορα, τρομοκρατημένος.
-Είναι ναρκοθετημένο! Μην πλησιάζετε!
Τα παιδιά κρυφογελούσαν ανακατεμένα με τον κόσμο. Είχαν πάει να θαυμάσουν κι αυτά το έργο τους.
-Να φωνάξουμε τους ειδικούς του Μηχανικού να αποσυνδέσουν! είπε ένας αρχιφύλακας.
Όσο να φωνάξουν τους ειδικούς για αποσύνδεση, νύχτωσε. Όσο να 'ρθουν, πέρασαν ώρες και ώρες. Έμεινε εκεί το σύνθημα όλη τη νύχτα, δίνοντας στον κόσμο άλλη μια ανάσα λευτεριάς!

Ραβανής-Ρέντης, Δημήτρης (2012). Παιδιά της Αθήνας. Μυθιστόρημα από την Αντίσταση.
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 72-74.

 

 

Η αγάπη θέλει φίλημα κι ο πόλεμος τραγούδια!
Η Σόνια! Η Σόνια ήταν όλο θυμό! Ο Φωτάκης ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται· η Σόνια ήταν όλο θυμό! Η Σόνια, η ψηλή, η ωραία! Μελαχρινή με γαλανά μάτια! Από την ΕΠΟΝ, υπεύθυνη για τα Αετόπουλα Θυμαρακίων.
[...] Μαζευόντουσαν τις Κυριακές όλοι οι νέοι της γειτονιάς και τραβάγανε εκδρομή. Τάχα μου «Εκδρομικός Σύλλογος». Πηγαίνανε στο Μοναστήρι της Καισαριανής, στο Γαλάτσι, στην Πηγή και πέρα κατά το Μενίδι, στα περιβόλια. Πότε με τα πόδια, στις πιο κοντινές εκδρομές, πότε με κάτι σαραβαλιασμένα φορτηγά «γκαζοζέ». Κόσμος και κοσμάκης μαζευότανε σ' αυτές τις εκδρομές –πιο πολλοί νέοι. Τάχα μου εκδρομή! Τα πιτσιρίκια το 'χανε πάρει μυρουδιά πως αυτά τα περπατήματα στα δάση γινόντουσαν για να κάνουν τις συνελεύσεις τους οι μεγάλοι, της ΕΠΟΝ. Τα πιτσιρίκια τα σύναζε η Σόνια, τ' άπλωνε γύρω-γύρω από το χώρο και τα 'βαζε να τραγουδάνε και να χορεύουνε!
Ήταν ένας τρόπος να φυλάνε σκοπιά μην και φανεί ξαφνικά κανένας χωροφύλακας. Στην πρώτη κιόλας εκδρομή που πήγανε τους έμαθε κι ένα τραγούδι:

Η αγάπη θέλει φίλημα
κι ο πόλεμος τραγούδια!
Στην κεφαλή λουλούδια
και φλόγα στην καρδιά!

 

Εμπρός. Μη χάνουμε καιρό,
κι ας μπούμε αράδα-αράδα.
Ελλάδα μας, Ελλάδα
Αστέρι τ' ουρανού!

Ραβανής-Ρέντης, Δημήτρης (2012). Παιδιά της Αθήνας. Μυθιστόρημα από την Αντίσταση.
Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 22-23.

 

Μια πολύ δύσκολη αποστολή που αναλάμβαναν τα παιδιά ήταν να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα στους αγωνιστές. Ξέρανε ότι, αν τους πιάσουν, τους περίμενε ο θάνατος. Μπροστά στη λευτεριά όμως δεν λογάριαζαν τίποτα. Και σ' αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από το θάρρος που έπρεπε να επιδείξουν συχνά επιστράτευαν και την επινοητικότητά τους για να φέρουν εις πέρας την αποστολή. Διαβάστε για την αποστολή του Αντώνη.

 

Μπροστά στον κύκλωπα
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αντώνης έπαιρνε πάνω του τέτοιαν αποστολή. Συχνά πήγαινε μηνύματα απ' το χωριό στην πόλη κι έφερνε άλλα από την πόλη στο χωριό. Η Οργάνωση του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί κι έξυπνος ήταν και βαθιά ο ίδιος είχε πιστέψει πως τις ώρες τούτες τις δύσκολες, που η Πατρίδα είναι σκλαβωμένη, άλλο δεν μένει στον καθένα, παρά ν' αγωνίζεται, όσο κι όπως μπορεί, για τη λευτεριά. [...]
Σήμερα η δουλειά τού φάνηκε πολύ εύκολη. Ο υπεύθυνος της Οργάνωσης του έδωσε ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα και του είπε να το πάει απέναντι, στο χωριό του, και να το δώσει στον καπετάνιο του εφεδρικού ΕΛΑΣ του χωριού.
-Αυτό είναι όλο; του λέει με κέφια ο Αντώνης. Πήγα κιόλας.
-Ναι, αλλά πρόσεξε. Μην πας από τη γέφυρα, γιατί από σήμερα το πρωί τη φυλάνε οι Γερμανοί. Τράβα δεξιότερα, από το δρομάκι. Τώρα το ποτάμι έχει πέσει και το νερό δε φτάνει ούτε ως το γόνατο. Θα το περάσεις εύκολα. Θα πας με τα πόδια;
-Όχι. Έχω το γαϊδαράκο μου τον Μπόμπο, το σύμμαχό μου.
-Αν δεις κίνδυνο, ξέρεις τι θα κάνεις. Έτσι;
-Ξέρω και παραξέρω. Τι μαθαίνω τόσον καιρό;
Ο Αντώνης δίπλωσε το χαρτί κι άλλες δυο φορές, κάνοντάς το ακόμα πιο μικρό, και το 'χωσε με προσοχή μες τη φόδρα του παντελονιού του, στη θέση της ζώνης.
Ύστερα χαιρέτησε τον υπεύθυνο και πήγε και πήρε το γάιδαρο από την αυλή του θείου του του Κώστα, του σιδερά, όπου τον είχε δεμένο, τον φόρτωσε το ταγάρι με τις σακούλες το αλάτι και τις πατάτες, που με χίλια βάσανα κατάφερε να βρει και ν' αγοράσει, καταπώς του είχε πει η μάνα του, καβαλίκεψε και πήρε γρήγορα το δρόμο. [...]
Ο γάιδαρος έστριψε αμέσως και πήρε το μικρό δρομάκι, που τραβούσε μέσ' απ' τα χωράφια κατά το πέρασμα του ποταμιού.
Μα και πάλι, δεν προχώρησε αρκετά και βλέπει πέρα στο ποτάμι, στο μέρος ακριβώς που ήθελε να περάσει, καμιά δεκαριά Γερμανούς στρατιώτες με κάτι εκεί να καταγίνονται. «Α, λέει ο Αντώνης με το νου του, τώρα δεν είμαστε καθόλου καλά. Άλλα λογαριάζαμε κι άλλα μας βρήκανε. Και καλά αν δεν μου κάνουνε έρευνα, αν όμως θελήσουν να με ψάξουν;» [...]
«Τι να κάνω; Τι να κάνω;» σκέφτεται ο Αντώνης. Για μια στιγμή σκέφτηκε να διαβάσει το σημείωμα κι ύστερα να το σκίσει σε μικρά κομμάτια και να το σκορπίσει ολόγυρα. [...]
Έχωσε το δάχτυλό του μες στη φόδρα του παντελονιού του, έβγαλε σιγά σιγά το χαρτάκι και, πηγαίνοντας πίσω από το γάιδαρο, έτσι που να μην φαίνεται από τους Γερμανούς, το ξεδίπλωσε και άρχισε να το διαβάζει. Το σημείωμα ήταν εντελώς συνθηματικό και θα το 'παιρνε κανένας για αστείο σαρδάμ αν δεν ήξερε ότι πίσω απ' αυτές τις ακατανόητες και μπερδεμένες λέξεις κρύβονταν κάποια μυστικά της Οργάνωσης. Για να το μάθει απέξω όλο αυτό το αλαμπουρνέζικο κατασκεύασμα, έπρεπε να καθίσει εκεί ώρα πολλή και πάλι δεν ήταν βέβαιος ότι τελικά θα τα κατάφερνε να το θυμηθεί, έτσι όπως ήταν, όταν θα 'φτανε στο χωριό. «Δε γίνεται, λέει, πρέπει να τους το πάω όπως είναι. Αλλά πώς θα γίνει;»
Ξάφνου μια ιδέα του πέρασε από το μυαλό: να το κάνει σαν βολαράκι και να το κρύψει μέσα σ' ένα από τα αυτιά του γαϊδάρου.[...]
-Μπόμπο μου, του λέει, ήρθε η ώρα ν' αποδείξεις πως δεν είσαι ένα τυχαίο ζωντανούλι, που μόνο να τρώει και να το καβαλικεύουν ξέρει. [...]
Αμέσως χώνει το τσαλακωμένο σημείωμα βαθιά μες στο αριστερό αυτί του γαϊδάρου. Ο γάιδαρος όμως γαργαλήθηκε κι άρχισε να κουνά δυνατά πέρα δώθε το μεγάλο του σταχτί κεφάλι, προσπαθώντας να κάνει το χαρτάκι να πέσει και να πάψει να τον ενοχλεί.
-Επ! του φωνάζει ο Αντώνης. Τι πας να κάνεις; Εδώ, σε τέτοιες ώρες σε θέλω και όχι μονάχα να μου τρως τα ματσάκια τη χλωρασιά. [...]
Έτσι, ο Μπόμπος, αφού έκαμε κάμποσες ακόμα προσπάθειες να βγάλει από τ' αυτί του το χαρτί, στο τέλος το δέχτηκε και αυτό σαν κάτι το μοιραίο, όπως δεχόταν ως τώρα τόσα και τόσα ενοχλητικά και δυσάρεστα, το σαμάρι, το καπίστρι, το φόρτωμα, τις ξυλιές...
-Α, μπράβο Μπόμπο μου! Έτσι σε θέλω. Και τώρα... πάμε.
Μ' ένα σάλτο βρέθηκε και πάλι πάνω στο σαμάρι και δίνοντας μια ελαφριά στα καπούλια του γαϊδαράκου του, τράβηξε ίσια για το ποτάμι. Είδε τους Γερμανούς να έχουν στήσει εκεί, στην όχθη του ποταμιού, κάτι τοπογραφικά μηχανήματα και με κάτι να καταγίνονται. «Ίσως να θέλουν να φτιάσουν εδώ καμιάν άλλη γέφυρα», σκέφτηκε ο Αντώνης. Ωστόσο έκανε πως δε δίνει σημασία σε ο,τι έκαναν και τράβηξε να περάσει ανάμεσά τους και να μπει μες το ποτάμι, για να βγει απέναντι. Τη στιγμή εκείνη ένας Γερμαναράς, ψηλέας ως εκεί πάνω, του 'φραξε το δρόμο.
-Κομ..., κομ!..., του λέει. Κοντρόλε.
Και το «κομ» ήξερε ο Αντώνης τι σημαίνει και το «κοντρόλε». Με τα λίγα γερμανικά που είχε καταφέρει να μάθει –«χτυπάμε ευκολότερα τον εχθρό μας, όταν ξέρουμε τη γλώσσα του», του είχε πει κάποτε ο πατέρας του– ο Αντώνης του είπε τάχα πρόθυμα:
-Γιαβόλ, καμαράντ, γιαβόλ.
Πήδησε αμέσως κάτω από το γαϊδαράκο του και πήγε κοντά στον Γερμανό. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όχι τόσο για λόγου του, μα για το γάιδαρό του, μην κάνει καμιά... εξυπνάδα. Γύρισε ανάποδα κι έβγαλε έξω τις τσέπες του παντελονιού του δείχνοντά τες στο Γερμανό και χαμογελώντας του καλοκάγαθα, με το πιο αθώο χαμόγελο του κόσμου. Ο Γερμανός αφού τον έψαξε σ' όλο του το σώμα, τράβηξε για το γάιδαρο. Έχωσε το χέρι του στο ταγάρι και, πιάνοντας από μέσα μια πατάτα, τη σήκωσε ψηλά και δείχνοντάς τη στους άλλους είπε:
-Ο, πατάτο, πατάτο! Κάρτοφελ!
Ξανάβαλε την πατάτα μες στο ταγάρι, τράβηξε κι έβγαλε μια χούφτα από τ' αλάτι.
-Ζαλτς!..., ξαναείπε στους άλλους γελώντας.
Ο νους του Αντώνη ήταν στο γάιδαρό του. «Κοίταξε, Μπόμπο, μην κάνεις καμιά βλακεία και κουνήσεις την κεφάλα σου, γιατί, μα το χορτάρι που σου 'δωσα, ποτέ δε θα σου το συγχωρέσω...». Αυτά λέει με το νου του και προσπαθεί, όσο μπορεί, να κρατήσει ψυχριαμία. Ο Γερμανός ήρθε και μια βόλτα ολόγυρα στο γάιδαρο ψάχνοντας το σαμάρι κι αφού τίποτε το ύποπτο δεν είδε, δίνει μια κλοτσιά του Αντώνη και του λέει απότομα κι άγρια:
-Παρτί!... Ράους!
Κατάλαβε ο Αντώνης πως του λέει να φύγει και χωρίς να χάσει ούτε στιγμή, πήδησε αμέσως πάνω στο γαϊδαράκο του και μπήκε μες το ποτάμι. [...]
Όταν έφτασαν, ο Αντώνης τράβηξε για το σπίτι του. Έδεσε το γάιδαρο από τον κορμό της μουριάς, κατέβασε το ταγάρι και το 'δωσε της μάνας του κι ύστερα έχωσε τα δάχτυλά του μες το αυτί του γαϊδάρου. Με μεγάλη δυσκολία έβγαλε το χαρτί, το ξεδίπλωσε, το ίσιαξε, το 'βαλε πάλι στον κόρφο του και τράβηξε να το δώσει στον καπετάνιο του εφεδρικού ΕΛΑΣ, όπως του είχε πει ο υπεύθυνος της οργάνωσης. Εκείνος παραξενεύτηκε.
-Από πού πέρασες; τον ρωτά. Δε σε είδαν οι Γερμανοί;
-Εμένα με είδαν, απάντησε ο Αντώνης. Το σημείωμα δεν μπόρεσαν να δουν.
-Πώς τα κατάφερες;
-Εμ, τι Έλληνες είμαστε, συναγωνιστή! Ο Οδυσσέας πέρασε κάτω απ' τη μύτη ενός ολόκληρου κύκλωπα κι εμείς δε θα μπορούσαμε να περάσουμε μπροστά από δυο Γερμανάκια...;
Και του εξήγησε το κόλπο του. Ο καπετάνιος γέλασε με την καρδιά του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ύστερα τράβηξε γρήγορα να συναντήσει τους άλλους υπεύθυνους του χωριού.
Ο Αντώνης πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Ήταν γεμάτος χαρά που έφερε σε καλό τέλος την αποστολή του. Όλα τώρα του φαίνονταν ωραία. Πιο πολύ χοροπηδούσε παρά περπατούσε. Στα χείλια του ανέβηκε το τραγούδι:


Λευτεριά, πανώρια κόρη
Κατεβαίνει από τα όρη...

 

Σακελλαρίου, Χάρης (1984). Αντιστασιακά παιδικά διηγήματα. Αθήνα: Κέδρος, 37-44.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

Δημήτρης Μητρόπουλος & Ευδοκία Ολυμπίτου (2000). Αρχείο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Συλλογή αρχείων σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας. Κατάλογοι και ευρετήρια. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γραμματείας Νέας Γενιάς. Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε.

Πηγή: ΙΑΕΝ

Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η αντίσταση των νέων στην Κατοχή,

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μαρτυρία:


Πώς να κάνεις μάθημα όταν οι Γερμανοί κοιμούνται στο σχολείο σου; Η καθημερινή ζωή με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Αφήγηση από Δέσποινα Φούτα.

Πηγή: http://www.memoro.org

 

Ιάσονας Χανδρινός & Γιώργος Μιχαλόπουλος. Νεολαιίστικες διαδρομές στην Αθήνα της Κατοχής.

Πηγή: http://neapolitiki.gr

 

Εργασία των μαθητών του 4ου Γυμνάσιο Ηρακλείου Κρήτης για την καθημερινή ζωή των νέων στο Ηράκλειο την περίοδο της Κατοχής. Η εργασία καλύπτει πολλές από τις θεματικές του σεναρίου.

Πηγή: http://local.e-history.gr

 

 

Our website is protected by DMC Firewall!